- τρίχαλκον
- τὸ, Ανόμισμα ισοδύναμο με τρία χάλκινα νομίσματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + χαλκός «χάλκινο νόμισμα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρίχαλκον — a coin worth three neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CHALCUS — I. CHALCUS Dux praesidii, ut videtur, Cyzicenis, ab Alexandro M. impositi. Polyaen. l. 5. c. 44. n. 5. II. CHALCUS Graece χαλκὸς, idem Siculis, quod οὐγκία, uncia; duodecima nempe oboli apud illos seu λίτρας pats: unde libra et assis partes… … Hofmann J. Lexicon universale
τρι- — και τρισ ΝΜΑ, και τρια Ν α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στην εξασθενωμένη βαθμίδα τού αριθμ. τρεις, τρία* και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται τρεις φορές (πρβλ. τρί γωνος,… … Dictionary of Greek
τριχαλκία — ἡ, Α [τρίχαλκον] φόρος τριών χαλκών, τριών χάλκινων νομισμάτων … Dictionary of Greek